-
1 ἄβδης
Grammatical information: m.\/f.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. a foreign word in Hipponax. Masson Hipponax 170 (fr. 130). Fur. 388 compares convincingly ἀβριστήν μάστιγα H. He concludes that it is Pre-Greek because of the cluster βδ (318), with βδ \> βρ.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄβδης
См. также в других словарях:
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek